- βόλιση
- η [βολίζω]η βυθομέτρηση με βολίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βολίσῃ — βολίζω heave the lead aor subj mid 2nd sg βολίζω heave the lead aor subj act 3rd sg βολίζω heave the lead fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολιστικός — ή, ό (Α βολιστικός, ή, όν) [βολίζω] νεοελλ. ο σχετικός με τη βόλιση αρχ. αυτός που μπορεί να πιαστεί στο δίχτυ … Dictionary of Greek